- επιβεβαιώνω
- επιβεβαιώνω, επιβεβαίωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επιβεβαιώνω — (AM ἐπιβεβαιῶ, όω) 1. παρέχω πρόσθετη ή περαιτέρω βεβαίωση για κάτι 2. καθιστώ έγκυρο, επικυρώνω … Dictionary of Greek
επιβεβαιώνω — επιβεβαίωσα, επιβεβαιώθηκα, επιβεβαιωμένος, μτβ. 1. βεβαιώνω κι εγώ αυτό που βεβαιώθηκε από άλλους ή βεβαιώνω κάτι ύστερα, επικυρώνω. 2. το μέσ., επιβεβαιώνομαι αποδείχνομαι αληθινός, δικαιώνομαι, επαληθεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσεπιμαρτυρώ — έω, Μ επιβεβαιώνω κι εγώ ως μάρτυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιμαρτυρῶ «επιβεβαιώνω ως μάρτυρας»] … Dictionary of Greek
προσμαρτυρώ — προσμαρτυρῶ, έω, ΝΜΑ 1. καταθέτω πρόσθετη μαρτυρία 2. βεβαιώνω κάτι με πρόσθετη μαρτυρία 3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω κάτι επίσημα μσν. εκκλ. (ιδίως σχετικά με την αναγνώριση τής θείας ιδιότητας τού Ιησού από τον Πατέρα) επιβεβαιώνω επίσημα την… … Dictionary of Greek
αμήν — Εβραϊκή λέξη (αμέν) της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Ως επίθετο σημαίνει αληθινός, πιστός και ως ουσιαστικό αλήθεια, πίστη. Τις περισσότερες φορές, όμως, έχει επιρρηματική έννοια και σημαίνει: αληθινά, ναι, ας γίνει. Χρησιμοποιείται στο τέλος … Dictionary of Greek
διαβεβαιώνω — (AM διαβεβαιῶ) 1. βεβαιώνω ρητά, επιβεβαιώνω κάτι 2. βεβαιώνω κάτι με πειστικότητα 3. υπόσχομαι με βεβαιότητα αρχ. (συνήθ. το μέσ. ως αποθ.) διαβεβαιοῦμαι βεβαιώνω με επιμονή, υποστηρίζω κάτι ως βέβαιο και αναμφισβήτητο … Dictionary of Greek
εκβεβαιώ — ἐκβεβαιῶ ( όω) (Α) επιβεβαιώνω, επικυρώνω … Dictionary of Greek
εμπεδώνω — και εμπεδώ ( όω) (AM ἐμπεδῶ, όω) 1. στηρίζω σε στερεό έδαφος 2. στερεώνω, καθιστώ κάτι βέβαιο και ασφαλές («εμπεδώνω τις γνώσεις», «εμπεδώνω τη συνθήκη», «ἐμπεδῶ τὰς συνθήκας») 3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω (όρκους, σπονδές, υποσχέσεις κ.λπ.) … Dictionary of Greek
επαληθεύω — (AM ἐπαληθεύω) 1. αποδεικνύω κάτι ως αληθινό, επιβεβαιώνω, επικυρώνω («τὸν τοῡ Ἀλκιβιάδου λόγον... ἐπαλήθευσεν ο Λίχας», Θουκ.) 2. (αμτβ.). δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι, αποδεικνύομαι από τα ίδια τα πράγματα ακριβής, αληθινός («επαληθεύθηκαν οι… … Dictionary of Greek
επιβεβαίωση — η (AM ἐπιβεβαίωσις) [επιβεβαιώνω] βεβαίωση με πρόσθετες αποδείξεις νεοελλ. απόδειξη («η ταραχή του είναι επιβεβαίωση τής ενοχής του») αρχ. εγγύηση, ασφάλεια … Dictionary of Greek